ευχαριστήριος

ευχαριστήριος
-α, -ο (ΑΜ εὐχαριστήριος, -ον
[ευχαριστώ]
1. αυτός που εκφράζει ευχαριστίες, που ανήκει στην ευχαριστία, που λέγεται ή γίνεται σε ένδειξη ευχαριστίας
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το ευχαριστήριο(ν)
λόγος ή ευχή σε ένδειξη ευχαριστίας, ύμνος ευχαριστίας, προσφορά σε ένδειξη ευχαριστίας
νεοελλ.-μσν.
φρ. «εὐχαριστήριος εὐχή» — η ευχή τής λειτουργίας, κατά την εκφώνηση τής οποίας τελείται η ευχαριστία και ο αγιασμός τών Τιμίων Δώρων
μσν.-αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐχαριστήρια (ιερά)
ύμνος, λόγος ή ευχή ευχαριστίας, ευχαριστήρια προσφορά θυσίας.
επίρρ...
εὐχαριστηρίως (Α)
με ευχαριστία, για ευχαριστία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐχαριστήριος — expressive of gratitude masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχαριστήριος — α, ο 1. αυτός που εκφράζει ευχαριστίες: Ευχαριστήριο γράμμα. 2. αυτός που γίνεται για έμπρακτη εκδήλωση της ευχαριστίας: Ευχαριστήριο δώρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐχαριστηρίως — εὐχαριστήριος expressive of gratitude adverbial εὐχαριστήριος expressive of gratitude masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστήριον — εὐχαριστήριος expressive of gratitude masc/fem acc sg εὐχαριστήριος expressive of gratitude neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστηρίοις — εὐχαριστήριος expressive of gratitude masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστηρίους — εὐχαριστήριος expressive of gratitude masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστηρίων — εὐχαριστήριος expressive of gratitude masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστηρίῳ — εὐχαριστήριος expressive of gratitude masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστήρια — εὐχαριστήριος expressive of gratitude neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστήριοι — εὐχαριστήριος expressive of gratitude masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”